Ο Χρήστος, αγαπημένος μαθητής μου, με ρώτησε κάποτε καταθέτοντας το παράπονό του: Γιατί δεν του “μιλάει” η ποίηση; Ένα ερώτημα που απευθύνει στους δασκάλους του, αλλά δεν είναι δικό του μόνο. Είναι “παράπονο” όλης σχεδόν της γενιάς του. Πόσα παιδιά μας δεν στράφηκαν στην ποίηση, αλλά δεν ένιωσαν αυτόν τον μαγνητισμό που εμάς μας καθηλώνει και μας σαστίζει φέρνοντάς μας τόσο κοντά στην ευτυχία μέσω της αισθητικής απόλαυσης;
Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;
Αγόρι μου, το ποιητικό έργο του δημιουργού είναι το ίδιο. Τόσο εσύ όσο κι εμείς διαβάζουμε το ίδιο ποίημα, όταν πιάνουμε στα χέρια μας την καβαφική Ιθάκη. Όμως, όπως εξηγεί και μια σχετικά πρόσφατη θεωρία, εσύ κι εγώ διαβάζοντας την Ιθάκη διαβάζουμε διαφορετικά ποιήματα, γιατί είναι διαφορετικές οι ματιές μας, είναι διαφορετικές οι εμπειρίες μας, είναι διαφορετικές οι ευαισθησίες μας. Εδώ γεννιέται, από εδώ ξεκινά το πρόβλημα για το οποίο οι περισσότεροι σημερινοί νέοι και όχι μόνο παραπονιούνται, καθώς αισθάνονται να μην τους “μιλά” η ποίηση.
Ο ποιητής δημιουργεί το έργο του σε μια στιγμή ιδιαίτερης ευαισθησίας, σε μια περίοδο της ζωής του πολύ ηλεκτρισμένη συναισθηματικά. Το ποιητικό έργο είναι γέννημα στιγμών δύσκολων, απότοκο στενόχωρων συνθηκών, προϊόν εκλεκτών στιγμών που είχε την τύχη ή και την ατυχία να βιώσει ο δημιουργός. Για να βιώσει αυτές τις περιστάσεις που γονιμοποιούν την ποιητική του ροπή, ο δημιουργός προστατεύει τον εαυτό του από την καθημερινή αλλοτρίωση, αποφεύγει τη χυδαία συνάφεια με ανθρώπους εσωτερικά γυμνούς, ψυχικά απορφανισμένους και αδιάφορους. Αποφεύγει ασχολίες που θα του μιάνουν την αγνότητα της ματιάς του. Γιατί ο ποιητής είναι “καταραμένος” να ζει τη ζωή πιο κοντά στην αληθινή της ουσία, μια “κατάρα” που εμείς δεν είχαμε την τύχη να την υποστούμε.
Είναι λοιπόν η απροετοίμαστη ψυχολογία μας, η απουσία των ευαίσθητων εκείνων κεραιών που θα υψωθούν και θα προσλάβουν τα μηνύματα της εποχής με τον ιδιαίτερο τρόπο του μη αλλοτριωμένου ανθρώπου, αγόρι μου.
Για να “ακούσεις” τον ποιητή πίσω από τις λέξεις, θα χρειαστεί να προστατεύσεις τη ματιά σου από τον καταιγισμό των εικόνων που βιομηχανικά παράγει η βιομηχανία του θεάματος. Για να νιώσεις τον ηλεκτρισμό του ποιητή, είναι ανάγκη να θωρακίσεις τον νου σου από οτιδήποτε μαζικό, από οτιδήποτε τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Γιατί, αν η μέρα σου είναι γεμάτη από ηλεκτρονικά παιχνίδια, τηλεοπτικά θεάματα και ηχητικά σκουπίδια, είσαι αποκλεισμένος από τη χορεία αυτών που “ακούνε” τον ποιητή. Είσαι εξόριστος από την πολιτεία των ιδεών, απόβλητος από τον κόσμο των αισθητικών απολαύσεων, αποκλεισμένος στον τόπο όπου η ομορφιά δε φάνηκε ούτε μια φορά, όπου οι ιδέες δε φυτρώνουν και δεν καρποφορούν.
Να τι χρειάζεται, για να “ακούσεις” την ποίηση να σου μιλάει. Πρέπει να ξαναγίνεις άνθρωπος, άνθρωπος ταπεινός, ολιγαρκής, με έγνοια για την πνευματική και ψυχική σου ανεξαρτησία. Η ποίηση μόνο σε αυτούς τους “εκλεκτούς” απευθύνει την ομορφιά της. Στη μάζα στρέφει τα νώτα της.
Γίνε λοιπόν “εκλεκτός”.